- ανιέρειος
- ἀνιέρειος, -ον (Α)αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιερείον «σφάγιο, θυσία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνιέρειος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)